- ἀμήνυτος
- ἀμήν-ῡτος, ον,A not denounced, Hld.8.13, cf. Theognost.Can.83. Adv. [suff] ἀμην-υτί unannounced, without warning, Steph.in Hp.1.100 D., al., prob. in A.D.Adv.161.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμήνυτος — not denounced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμήνυτος — η, ο (Α ἀμήνυτος, ον) [μηνύω] 1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε 2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του … Dictionary of Greek
αμήνυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν αναγγέλθηκε με μήνυμα: Θα πάω να τον δω αμήνυτος. 2. εκείνος που δε μηνύθηκε: Τον άφησε αμήνυτο, γι αυτό τώρα κοκορεύεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμήνυτον — ἀμήνυτος not denounced masc/fem acc sg ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμήνυτα — ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)